ἐνστάτης

Revision as of 09:31, 27 September 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A adversary, S.Aj.104, Ael.Fr.248.

German (Pape)

[Seite 852] ὁ, Gegner, Widersacher, Soph. Ai. 104 u. Sp., bes. der Gegner im Proceß.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἀντίπαλος, ἐχθρός, Σοφ. Αἴ. 104, Αἰλ. παρὰ Σουΐδᾳ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. qui se dresse contre, qui barre le chemin ; adversaire, ennemi.
Étymologie: ἐνίστημι.

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [-ᾰ-]
adverso, contrario, hostil ὁ τῷ οἴκῳ αὐτῷ γεγενημένος ἐ. δαίμων Ael.Fr.23, cf. 246, ὁ δῆμος παρῆν ... ἐ. καὶ ἐναγώνιος Synes.Ep.66 (p.107.1)
subst. ὁ ἐ. rival, enemigo Ὀδυσσέα τὸν σὸν ἐνστάτην λέγω S.Ai.104.

Greek Monolingual

ἐνστάτης, ο (Α) ενίστημι
1. αντίπαλος, εχθρός
2. (για αντίδικους) αυτός που υποβάλλει συνεχώς ενστάσεις.

Greek Monotonic

ἐνστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐνίσταμαι), αντίπαλος, εχθρός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνστάτης: ου (ᾰ) ὁ противник Soph.

Middle Liddell

ἐνστᾰ́της, ου, [ἐνίσταμαι]
an adversary, Soph.