ἰατρόμαντις

Revision as of 19:24, 17 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εως, ὁ, A physician and seer, of Apollo and Aesculapius, A.Supp.263, cf.Eu.62: metaph., φρενῶν ἰατρόμαντις A.Ag.1623.

German (Pape)

[Seite 1234] εως, ὁ, Arzt u. Weissager; καὶ τερασκόπος Aesch. Eum. 62; Ag. 1606 Suppl. 260.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτρόμαντις: -εως, ὁ, ἰατρὸς ἅμα καὶ μάντις, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 263, πρβλ. Εὐμ. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 11· μεταφ., φρενῶν ἰατρόμαντις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1623.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
médecin-devin, médecin infaillible.
Étymologie: ἰατρός, μάντις.

Greek Monolingual

ἰατρόμαντις, -άντεως ὁ (Α)
(για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό) γιατρός και μάντης συγχρόνως.

Greek Monotonic

ἰᾱτρόμαντις: -εως, ὁ, γιατρός και μάντης μαζί, λέγεται για τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., φρενῶν ἰατρόμαντις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰατρόμαντις: εως (ῑᾱ) ὁ
1) врач-прорицатель, боговдохновенный врач (φρενῶν Aesch.);
2) божественный врачеватель (об Аполлоне и Асклепии) Aesch.

Middle Liddell

ἰᾱτρό-μαντις, εως
physician and seer, of Apollo and Aesculapius, Aesch., Ar.: metaph., Ar.