ές, A glorious, B.7.49, Lyr.Adesp.Oxy.860 (a).10.
μεγαλοκλεής: -ές, ὁ μέγα κλέος ἔχων, μεγακλεής, Βακχυλ. VII, 49, ἔκδ. Blass.
μεγαλοκλεής, -ές (Α)ένδοξος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσ-κλεής].