ἄδαστος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 32] ungetheilt, Soph. Ai. 54.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non partagé.
Étymologie: ἀ, δαίω¹.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἄδατος EM 249.40G.
no dividido λείας ἄδαστα ... φρουρήματα S.Ai.54, cf. EM l.c., Eust.64.39, 40
•jur. en un contrato de venta indiviso τὸ ἥμισον ... τῶν ἐνεόντων πάντων κοινῶν καὶ ἀδάστων SEG 39.1001.4 (Camarina II/I a.C.).
Greek Monotonic
ἄδαστος: -ον (δατέομαι), αχώριστος, αδιαίρετος, ενιαίος, αμέριστος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδαστος: δαίω I] неразделенный (λείας φρουρήματα Aesch.).