ενιαίος
From LSJ
ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἑνιαῖος, -α, -ον)
αυτός που αποτελεί μια ενότητα, ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια ενότητα, ο μοναδικός, ο απλός, σε αντιδιαστολή με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία διοίκηση», «ενιαίο μέτωπο», «ενιαία διαχείριση»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑνιαῖον
μονάδα, ενότητα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑνιαία
άτομα, ατομικά στοιχεία.
επίρρ...
ενιαίως
κατά τρόπο ενιαίο, που να αποτελεί μιαν ενότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός].