αμέριστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμέριστος, -ον) μερίζω
αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, αδιαίρετος, αμοίραστος
νεοελλ.
ακέραιος, ολόκληρος, απεριόριστος
«έχεις αμέριστη την αγάπη μου», «το ενδιαφέρον μου είναι αμέριστο».