πυριλαμπίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= πυρολαμπίς, Phot. (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 822] ίδος, ἡ, Feuerwurm, Johanniswurm, vgl. πυγολαμπίς, λαμπυρίς.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐλαμπίς: ἡ, = πυρολαμπίς, ἴδε ἐν λ. πυγολαμπίς.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. πυρολαμπίς.