μαλθακία

Revision as of 18:18, 7 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, = μαλακία, Pl.R.590b.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, Πλάτ. Πολ. 590Β.

Greek Monolingual

μαλθακία, ἡ (Α) μαλθακός
μαλθακότητα, τρυφηλότητα.

Greek Monotonic

μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μαλθᾰκία, ἡ, = μαλακία, Plat.]