χρυσοτόρευτος

Revision as of 10:06, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

English (LSJ)

ον, A embossed with gold, LXX Ex.25.17(18); also χρῡσο-τόρνευτος, κρατήρ Ps.-Callisth.3.28.

German (Pape)

[Seite 1382] aus Gold gearbeitet, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοτόρευτος: -ον, πεποικιλμένος διὰ χρυσοῦ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄, 18)· «χρυσοτόρευτα· χρυσόγλυφα» Ἡσυχ., πρβλ. Σουΐδ. καὶ Κύριλλ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατεργασμένος, στολισμένος με χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χαλκο-τόρευτος].