Πρασσαῖος

Revision as of 11:28, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ὁ, mock-Ep. for Πρασαῖος( A = πράσινος), Leek-green, name of a frog, Batr. 252:—so Πρασσο-φάγος [φᾰ], ὁ, Leek-eater, v.l. ib. 232.

Greek (Liddell-Scott)

Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ πρασαῖος (= πράσινος) ὁ ὡς τὸ πράσον πράσινος ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 255· ― οὕτω Πρᾰσσο-φάγος, ον, ὁ τρώγων πράσα, αὐτόθι 229.

Greek Monotonic

Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. αντί πρασαῖος (= πράσινος), πράσινος, όπως το πράσο, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

Πρασσαῖος: ὁ Прассей, «Зеленый как порей» (имя лягушки) Batr.

Middle Liddell

Πρασσαῖος, ὁ, [poetic for πρασαῖος] = πράσινος
leek-green, name of a frog, Batr.