αἰσυλοεργός

Revision as of 11:30, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

όν, A = αἴσυλα ῥέζων, ill-doing, Max.368; read by Aristarch. in Il.5.403 for ὀβριμοεργός, cf. Clem.Al.Protr.2.33.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσυλοεργός: -όν, = αἴσυλα ῥέζῳν, παράνομα καὶ ἄδικα ἐργαζόμενος, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 28. 18, Μάξιμ. π. καταρχ. 368, ὁ Ἀρίσταρχος γράφει τοῦτο ἐν Ἰλ. Ε. 403 ἀντὶ τοῦ ὀβριμοεργός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
scélérat.
Étymologie: αἴσυλος, ἔργον.

Spanish (DGE)

(αἰσῠλοεργός) -όν
malhechor δμῶα Max.368, Aristarch. en Sch.Er.Il.5.403a (por ὀβριμοεργός), (Ἡρακλῆ) οἱ ποιηταὶ ... αἰσυλοεργὸν ἀποκαλοῦσιν Clem.Al.Prot.2.33.

Russian (Dvoretsky)

αἰσῠλοεργός: творящий беззаконие, преступный (Hom. - v.l. ὀβριμοεργός).