αἴσυλος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
αἴσυλον, unseemly, evil, godless, αἴσυλα ῥέζων Il.5.403 (cf. αἴσιμος) μυθήσασθαι 20.202; οἶδε h.Merc.164, cf. AP7.624 (Diod.).
Spanish (DGE)
(αἴσῠλος) -ον
impío αἴσυλα ῥέζων Il.5.403, μυθήσασθαι Il.20.202, οἶδε h.Merc.164, λέξαι AP 7.624 (Diod.).
• Etimología: Etim. desconocida; muy dudosa la rel. c. αἶσα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impie, criminel.
Étymologie: p. *ἀ-Ϝαι-συλος, de αἶσα ; selon d'autres, de ἀ, ἶσος = lat. iniquus.
German (Pape)
ον, frevelhaft, nur αἴσυλα μυθήσασθαι Versende Il. 20.202, 433, αἴσυλα ῥέζων (ῥέζεις, ῥέζοι) Versende Il. 5.403, 21.214, Od. 2.232, 5.10; vgl. Diod. 16 (VII.624). Ableitung zweifelhaft.
Russian (Dvoretsky)
αἴσῠλος: преступный, нечестивый Hom., HH, Anth.
Greek (Liddell-Scott)
αἴσῠλος: -ον, ἀπρεπής, κακός, ἀσεβής, ἀντιτίθεται τῷ αἴσιμος: αἴσυλα ῥέζων, Ἰλ. Ε. 403· μυθήσασθαι, Υ. 202· οἶδεν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 164· Ἀνθ. Π. 7. 624. (ὁ Pott., Et. Forsch 1. 272, νομίζει ὅτι εἶναι ἀντὶ ἀΐσυλος = ἄϊσος).
English (Autenrieth)
evil, neut. pl. with ῥέζειν, μῦθήσασθαι.
Greek Monotonic
αἴσῠλος: -ον, απρεπής, ασεβής, κακός, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.)
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: unseemly, evil (Hom., in αἴσυλα ῥέζειν, εἰδέναι, μυθήσασθαι; opposed to αἴσιμα).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Cf. ἀήσυλος. The overall aspect is Pre-Greek: αἰ-, intervoc. σ, -υλ-.
Middle Liddell
unseemly, evil, Il. [deriv. uncertain].]
Frisk Etymology German
αἴσυλος: {aísulos}
Meaning: ungebührlich, frevelhaft (Gegensatz αἴσιμος) vereinzelt bei Homer und anderswo (h. Merc. 164, AP 7, 624),
Derivative: dazu αἰσυλοεργός (Max. Astrol.) nach αἴσυλα ῥέζειν (Hom.).
Etymology: Unerklärt. Wertlose Versuche verzeichnet Bq. Vgl. ἀήσυλος.
Page 1,46