ὁ, v. βάλερος.
[Seite 429] ὁ, ein Fisch, Arist. H. A. 8, 20.
βαλλιρός: -οῦ, ὁ, ἴδε ἐν λ. βάλερος.
v. βάλερος.
βαλλιρός: ὁ v.l. = βάλερος.