Dor. for κρέας, Sophr.25, Ar.Ach.795, Theoc.1.6.
[Seite 1508] τό, zsgz aus κρέας, w. m. s.
κρῆς: Δωρ. αντί κρέας.
κρῆς: τό Theocr. v.l. = κρέας.
κρῆς Dor. voor κρέας.