κρακτικός

Revision as of 11:40, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ή, όν, (κράζω) A noisy, Luc. Gall.4, Sch.Ar.V.34, cj. in Tz. ad Hes. Op.744: Sup. -ώτατος Luc.Symp.12.

Greek (Liddell-Scott)

κρακτικός: -ή, -όν, (κράζω) θορυβώδης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 34, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. Συμπ. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
criard;
Sp. κρακτικώτατος.
Étymologie: κράζω.

Greek Monolingual

κρακτικός, -ή, -όν (Α) κράκτης
θορυβώδηςλάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

κρακτικός: крикливый, голосистый (κρακτικώτατος κυνικῶν - v.l. κυνῶν - ἁπάντων Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig.