f.l. for λαικαλέος in Luc. Lex. 12.
[Seite 27] f. L. statt ληκαλέος.
λεκαλέος: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ λαικαλέος.
λεκαλέος: Luc. v.l. = ληκαλέος.