παιωνικός
English (LSJ)
ή, όν, A healing, φάρμακα Gal.19.169; ἐνέργειαι Procl. in Cra.p.100 P. II (Παιάν III) paeonic, ῥυθμοποιίαι Plu.2.1143d; κῶλον Demetr. Eloc.41, Sch.Ar.Eq.303; (μέτρον) Heph.13.1.
German (Pape)
[Seite 444] v.l. für παιανικός, bei Ath. XIV, 696 e. – Aus päonischen Versfüßen bestehend, Schol. Ar. Equ. 303.
Greek Monolingual
παιωνικός, -ή, -όν (Α) παιών
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τέχνη, θεραπευτικός
2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
παιωνικός: пэанический (ῥυθμοποιΐα Plut.).