φασκάς

Revision as of 12:05, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

άδος, ἡ, a kind of A duck, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d, cf. βασκάς.

German (Pape)

[Seite 1258] άδος, ἡ, eine Entenart, auch βασκάς und βοσκάς geschrieben, Alex. Mynd. bei Ath. IX, 395 u. Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

φασκάς: -άδος, ἡ, εἶδος νήσσης, «πάππιας», «αἱ λεγόμεναι φασκάδες μικρῷ μείζονες οὖσαι τῶν μικρῶν κολυμβίδων, τὰ λοιπὰ νήτταις εἰσὶ παραπλήσιοι» Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 395Ε· φέρεται καὶ βασκάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
βλ. βασκάς.

Russian (Dvoretsky)

φασκάς: άδος ἡ птица чирок (Arst. - v.l. βοσκάς).