φασκάς

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φασκάς Medium diacritics: φασκάς Low diacritics: φασκάς Capitals: ΦΑΣΚΑΣ
Transliteration A: phaskás Transliteration B: phaskas Transliteration C: faskas Beta Code: faska/s

English (LSJ)

φασκάδος, ἡ, a kind of duck, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d, cf. βασκάς.

German (Pape)

[Seite 1258] άδος, ἡ, eine Entenart, auch βασκάς und βοσκάς geschrieben, Alex. Mynd. bei Ath. IX, 395 u. Arist. H. A. 8, 3.

Russian (Dvoretsky)

φασκάς: άδος ἡ птица чирок (Arst. - v.l. βοσκάς).

Greek (Liddell-Scott)

φασκάς: -άδος, ἡ, εἶδος νήσσης, «πάππιας», «αἱ λεγόμεναι φασκάδες μικρῷ μείζονες οὖσαι τῶν μικρῶν κολυμβίδων, τὰ λοιπὰ νήτταις εἰσὶ παραπλήσιοι» Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 395Ε· φέρεται καὶ βασκάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
βλ. βασκάς.