ψεκτός
English (LSJ)
ή, όν, A blameworthy, opp. ἐπαινετός, Pl. Cra.416c, Arist.EN1108a16, Plb.3.4.1, etc. Adv. -τῶς Poll.4.26 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1392] adj. verb. von ψέγω, getadelt, zu tadeln, tadelnswürdig, im Ggstz von ἐπαινετός, Plat. Crat. 416 d; auch adv. ψεκτῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψεκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμπτός, ὃν δύναταί τις νὰ ψέξῃ, νὰ κατακρίνῃ ἢ νὰ κατηγορήσῃ, ἀντίθετον τῷ ἐπαινετός, Πλάτ. Κρατ. 416D, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 8. κλπ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πολυδ. Δ΄, 26.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
blâmable.
Étymologie: ψέγω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψεκτός, -όν, ΝΑ ψέγω
αξιόμεμπτος.
επίρρ...
ψεκτῶς Α
με ψεκτό, αξιοκατάκριτο τρόπο.
Greek Monotonic
ψεκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., μεμπτός, αυτός τον οποίον μπορεί κάποιος να κατηγορήσει, αξιοκατάκριτος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ψεκτός: [adj. verb. к ψέγω достойный порицания, недостойный, зазорный Plat., Arst., Polyb., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψεκτός -ή -όν [ψέγω] laakbaar, kwalijk.
Middle Liddell
ψεκτός, ή, όν verb. adj.]
blamed, blameable, Plat.