ἀμνοφόρος
English (LSJ)
ον, A f.l. for μαννοφόρος, Theoc.11.41.
German (Pape)
[Seite 126] νεβρός, mit einem Lamme trächtig, Theocr. 11, 41, v.l. μαννοφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνοφόρος: -ον, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ μαννοφόρος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ἀμνοφόρος, -ον (Μ)
«δεῖπνον ἀμνοφόρον» — δείπνο κατά το οποίο προσφέρεται στους μετέχοντες ο Αμνός (αναφέρεται στη θεία Ευχαριστία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνός + -φόρος < φέρω.