λίσφος

Revision as of 15:45, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q. v." to "q.v.")

English (LSJ)

η, ον, Att. for ἄπυγος, Moer.p.245 P.; said to be Att. for λίσπος (q.v.), Tz.ad Hes.Op.156. II as substantive λίσφοι, οἱ, = ἴσχια, EM567.20.

German (Pape)

[Seite 53] att. = λίσπος, vgl. Lob. zu Phryn. p. 113 u. Moeris, der es für attisch erkl., hellenistisch ἄπυγος.

Greek (Liddell-Scott)

λίσφος: -η, -ον, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἄπυγος, Μοῖρ. 245· λεγόμενον Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ λίσπος (ὃ ἴδε), Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 156. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λίσφοι, οἱ, = ἰσχία, Ἐτυμολ. Μέγ. 567. 20.

Greek Monolingual

λίσφος, -η, -ον (Α)
βλ. λίσπος.

Frisk Etymological English

Meaning: smooth
See also: λὶσπος