late form of εὔρις (q.v.).
[Seite 1092] ινος, = Folgdm, Xen. Cyn. 4, 6u. Sp., wie Tzetz. P. H. 528; – p. ἐΰῤῥιν, κύων Opp. C. 1, 463; Ap. Rh. 2, 125.
εὔρῑν: μεταγεν. τύπος τοῦ εὔρῑς, ὃ ἴδε.
εὔριν, -ινος, ὁ, ἡ (Α)βλ. εύρις.