εὔρις
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ινος, ὁ, ἡ, with a good nose, i.e. keen-scented, κυνὸς… ὥς τις εὔρινος βάσις S.Aj.8 (v. εὔρινος), cf. Nic.Fr.98; of Cassandra, εὔρις... κυνὸς δίκην A.Ag.1093; late Ep. dat. pl. ἐϋρρίνεσσι Opp.C.4.357.
German (Pape)
[Seite 1093] ινος, = εὔριν, Aesch. Ag. 1064.
French (Bailly abrégé)
ινος (ὁ, ἡ)
qui a bon nez, qui a le nez fin.
Étymologie: εὖ, ῥίς.
Russian (Dvoretsky)
εὔρις: ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (sc. κύων Aesch., Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔρῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ῥῖνα, δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις εὔρινος βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, εὔρις…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἐΰρριν, Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.
Greek Monolingual
εὔρις, -ινος και εὔριν, -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)
1. αυτός που έχει καλή μύτη
2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»].
Greek Monotonic
εὔρῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (ῥίς), αυτός που έχει καλή μύτη, δηλ. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
εὔ-ρῑς, ῑνος, ὁ, ἡ, [ῥίς]
with a good nose, i. e. keen-scented, Aesch., Soph.