μεταβουλία
English (LSJ)
ἡ, A f.l. for μεταιβολία in Simon.37.17.
German (Pape)
[Seite 145] ἡ, Aenderung des Entschlusses, Willensänderung, v.l. für ματαιοβουλία.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβουλία: ἡμαρτ. γρα. ἀντὶ μεταιβολία, ὃ ἴδε.
ἡ, A f.l. for μεταιβολία in Simon.37.17.
[Seite 145] ἡ, Aenderung des Entschlusses, Willensänderung, v.l. für ματαιοβουλία.
μεταβουλία: ἡμαρτ. γρα. ἀντὶ μεταιβολία, ὃ ἴδε.