μεταβουλία

Revision as of 18:06, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

ἡ, A f.l. for μεταιβολία in Simon.37.17.

German (Pape)

[Seite 145] ἡ, Aenderung des Entschlusses, Willensänderung, v.l. für ματαιοβουλία.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβουλία: ἡμαρτ. γρα. ἀντὶ μεταιβολία, ὃ ἴδε.