συγκίνημα

Revision as of 18:35, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

ατος, τό, A commotion, S.E.M.9.170 (but f.l. for κίνημα).

German (Pape)

[Seite 967] τό, das Mitbewegte; auch = Folgdm, Schol. Aesch. Pers. 412.

Greek (Liddell-Scott)

συγκίνημα: [ῑ], τό, συγκίνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. κίνημα).

Greek Monolingual

τὸ, Α συγκινῶ
ταυτόχρονη κίνηση.

Russian (Dvoretsky)

συγκίνημα: ατος (ῑ) ἡ совместное движение или возбуждение Sext.