ἐπικέρνης

Revision as of 18:40, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")

English (LSJ)

ου, ὁ, A cupbearer, Ps.-Callisth.3.31 (v.l.). (Cf. pincerna.)

Greek Monolingual

ἐπικέρνης, ὁ (AM)
1. ο οινοχόος
2. (στο Βυζάντιο) τίτλος αξιωματούχου ο οποίος υπηρετεί τον αυτοκράτορα κατά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pincerna «οινοχόος». Μαρτυρείται και τ. πιγκέρνης].