ου, ὁ, A cupbearer, Ps.-Callisth.3.31 (v.l.). (Cf. pincerna.)
ἐπικέρνης, ὁ (AM)1. ο οινοχόος2. (στο Βυζάντιο) τίτλος αξιωματούχου ο οποίος υπηρετεί τον αυτοκράτορα κατά το γεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pincerna «οινοχόος». Μαρτυρείται και τ. πιγκέρνης].