ἡμίοπτος

Revision as of 18:55, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")

English (LSJ)

ον, A half-roasted, Alex.175, Luc.Gall.2 (v.l.), Hld.2.19.

German (Pape)

[Seite 1169] halb gebraten, κρέα Luc. Gall. 2, a. Sp., wie Hel. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίοπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡψημένος, Ἄλεξ. Πανν. 4, Λουκ. Ἀλεκτρ. 2˙ ἴδε ἡμίθαλπτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié rôti.
Étymologie: ἡμι-, ὀπτός.

Greek Monolingual

ἡμίοπτος, -ον (Α)
μισοψημένος, ατελώς ψημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + οπτός «ψημένος»].

Greek Monotonic

ἡμίοπτος: -ον, μισοψημένος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίοπτος: наполовину изжаренный (κρέα Luc.).

Middle Liddell

ἡμί-οπτος, ον
half-roasted, Luc.