οπτός
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
(I)
ὀπτός, -ή, -όν (Α)
ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ- (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. -τός (πρβλ. μνητός)].
(II)
-ή, -ό (Α ὀπτός, -ή, -όν)
αυτός που έχει υποστεί όπτηση, ψητός, ψημένος («σῖτός τε κρέα τ' ὀπτά», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
φρ. «οπτή γη» — ψημένος πηλός, τερακότα
αρχ.
1. αυτός που έχει ψηθεί σε κλίβανο (α. «βοῦν καὶ ἵππον... ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι», Ηρόδ.
β. «ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι ὀπτῇσι», Ηρόδ.)
2. (για τη γη) αποξηραμένος, αποστραγγισμένος από τις ηλιακές ακτίνες
3. (για σίδερο) παρασκευασμένος με τη χρήση φωτιάς, σφυρηλατημένος
4. καμένος, καψαλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (ә3pkw-) του ρ. πέσσω (< (ә3)p-ekw-, βλ. λ. πέσσω) με επίθημα -to-. Η άποψη ότι η λ. ὀπτός συνδέεται με το ὀβελός δεν θεωρείται πιθ. Η χρήση της λ. ὀπτός (ΙΙ) και τών ομορρίζων της υποχώρησε νωρίς πιθ. λόγω της ύπαρξης της μεγάλης οικογένειας του ομόηχου ὀπτός (Ι) «ορατός» (βλ. λ. όπωπα)].
(III)
ὀπτός, -ή, -όν (Μ)
ώριμος.