ἀβίοτος

Revision as of 18:57, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

English (LSJ)

ον, A making life unliveable, κατακονὰ ἀ. βίου, ἀ. βίου τύχα E.Hipp.821,868; βίοτος AP9.574 (v.l. κοὐ βίοτον).

German (Pape)

[Seite 3] βίοτος, Ep. ad. 653 (IX, 574), = ἀβίωτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβίοτος: -ον, ποιητ. = τῷ ἀβίωτος, κατακονά ἀβίοτος βίου, ἀβίοτος βίου τύχα, Εὐρ. Ἱππ. 821, 867, ἔνθα πρότερον ἀνεγινώσκετο ἀβίωτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀβίωτος.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰβῐ-]
que hace imposible vivir κατακονά ἀβίοτος βίου E.Hipp.821, ἄχος E.Io 764.

Greek Monotonic

ἀβίοτος: -ον = ἀβίωτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβίοτος: Eur. = ἀβίωτος.