ἰκτερίτης

Revision as of 19:02, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

English (LSJ)

= A rosmarinum, ibid.; but ἰκτερ-ῖτις, Ps.-Dsc.3.75, Apul.Herb.80 (v.l. -es

Greek Monolingual

ἰκτερίτης, ὁ και θηλ. ἰκτερῑτις (Α)
το φυτό δεντρολίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος
το φυτό χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο κατά του ικτέρου].