Dor. ἄντ-, A corresponding boundary-stone, Tab.Heracl. 1.60.
ἄνθορος: Δωρ. ἄντορος, ὁ, τὸ ἀπέναντι ὄριον ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες Πίνακ. Ἡρακλ. 1. 12.