ἄντορος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ὁ, dialectic form of ἄνθορος, opposite boundary, counterfence, Tab.Heracl.1.60, al.
Spanish (DGE)
-ω, ὁ
mojón opuesto, ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες TEracl.1.60, cf. 62.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντορος: ὁ, διαλεκτικὸς τύπος τοῦ ἄνθορος, ὁ ἀπέναντι ὅρος, δηλ. ἡ στήλη ἡ δεικνύουσα τὸ ὅριον μέρους τινός, ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες ἐπὶ τᾱς ἁμαξιτῶ [IV] Ἠρακλεωτ. Πίν. Ι60· 62· 75· 78·