τυκτά

Revision as of 20:26, 27 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν")

English (LSJ)

a Persian word, which Hdt. (9.110) translates by τέλειον δεῖπνον βασιλήϊον.

Greek (Liddell-Scott)

τυκτά: Περσικὴ λέξις (tacht), ἣν ὁ Ἡρόδ. 6. 110 ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τέλειον δεῖπνον βασιλήιον.

French (Bailly abrégé)

achevé, accompli, somptueux (festin).
Étymologie: mot perse.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ηρόδ.) «τέλειον δεῖπνον βασιλήϊον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσ. προέλευσης].

Greek Monotonic

τυκτά: περσική λέξη (tacht), την οποία ο Ηρόδ. ερμηνεύει δια του τέλειον δεῖπνον βασιλήιον.

Russian (Dvoretsky)

τυκτά: (перс. tacht = греч. τέλειον δεῖπνον βασιλήϊον) парадный царский пир Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυκτά Perzisch, indecl. tykta (koninklijke maaltijd).

Middle Liddell

[a Persian word
a Persian word (tacht), which Hdt. translates by τέλειον δεῖπνον βασιλήιον.