προσωνυμία
English (LSJ)
Ion. προσωνυμίη, ἡ, surname, Hp.Morb.Sacr.1, Dsc.2.142, 3.3, Plu.Per.8,39, Gal.6.778, D.C.41.39, etc.
II right of placing one's name at the head of an order, BCH51.220 (Thasos, pl.).
Greek (Liddell-Scott)
προσωνῠμία: ἡ, ἐπωνυμία, Ἱππ. (?), Πλουτ. Περικ. 8. 30, Διοσκ. 3, 151 (161), κλπ.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α προσώνυμος
πρόσθετο όνομα, επωνυμία
αρχ.
το δικαίωμα κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην κορυφή ενός καταλόγου ονομάτων.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
προσωνῠμία: ἡ прозвище Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσωνυμία -ας, ἡ, Ion. προσωνμίη [πρός, ὄνομα] bijnaam.