προσώνυμος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσώνῠμος Medium diacritics: προσώνυμος Low diacritics: προσώνυμος Capitals: ΠΡΟΣΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: prosṓnymos Transliteration B: prosōnymos Transliteration C: prosonymos Beta Code: prosw/numos

English (LSJ)

προσώνυμον, = ἐπώνυμος, IG42(1).84.29 (Epid., i A.D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
επώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. επ-ώνυμος, με έκταση λόγω συνθέσεως].