ἀγαθουργέω
English (LSJ)
ἀγαθουργία, ἀγαθουργός, v. ἀγαθοεργέω.
German (Pape)
[Seite 6] gut, recht handeln, Sp. auch wohlthun, s. ἀγαθοεργέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθουργέω: ἀγαθουργία· συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργέω.
English (Abbott-Smith)
ἀγαθουργέω, ἀγαθουργῶ, contracted form (rare, v. WH, App., 145) of ἀγαθοεργέω (q.v.),
to do good: Ac 14:17. †
Greek Monotonic
ἀγαθουργέω: ἀγαθουργία, ἀγαθουργός, συνηρ. από το ἀγαθοεργέω.