συνδαιτυμών

Revision as of 13:36, 12 April 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

συνδαιτῠμών: -όνος, ὁ, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 2, 3· ἀντὶ σύνδειπνος.

Greek Monolingual

ο, η / συνδαιτυμών, -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ
πρόσωπο που μετέχει σε γεύμα, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαιτυμών, -όνος «ομοτράπεζος» (< δαιτύς «γεύμα»)].