ὑπεράφανος

Revision as of 15:10, 24 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, Dor. for ὑπερήφανος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὑπερήφανος, Πίνδ.

English (Slater)

ὑπερᾱφᾰνος
   1 arrogant εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον (P. 2.28)

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. υπερήφανος.

Greek Monotonic

ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. αντί του ὑπερ-ήφανος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράφᾰνος: (ᾱφ) дор. Pind. = ὑπερήφανος.

Middle Liddell

ὑπερ-άφανος, ον, [doric for ὑπερήφανος.]