ἐμφυτευτικάριος

Revision as of 20:45, 27 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

ο (Μ ἐμφυτευτικάριος)
καλλιεργητής αγροτικού κτήματος με μακροχρόνια μίσθωση.