(v.l. ὀνόκλεια), ἡ, = ἄγχουσα, Dsc. 4.23.
ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)το φυτό άγχουσα, κν. βοϊδόγλωσσα.