είθε
Greek Monolingual
και είθες και είθενες (AM εἴθε, Α και επικ. αἴθε
Μ και ἔθε)
μόριο που εκφράζει ευχή, άμποτε, μακάρι
νεοελλ.
είθε να (με υποτ. για ευχή που μπορεί να εκπληρωθεί ή οριστ. ιστορ. χρόνου για ανεκπλήρωτη ευχή («είθε να μην είχα γεννηθεί»)
αρχ.
(με το ὤφελον και απρμφ. σε ανεκπλήρωτη ευχή) «εἴθ' ὤφελ' Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος... ἐς αἶαν» — που να μην έσωνε η Αργώ να φτάσει στην Κολχίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ει].