ανιών

Revision as of 19:58, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ούσα, -όν (AM ἀνιών, -οῦσα, -όν) άνειμι
ο ανερχόμενος, αυτός που ανεβαίνει προς τα πάνω
μσν.-νεοελλ.
1. ανιόντες ή ανιόντες συγγενείς
ο πατέρας και η μητέρα, ο παππούς και η γιαγιά, ο προπάππος και η προγιαγιά
2. (Μουσ.) ανιόντες χαρακτήρες ή ανιούσα κλίμαξ
τα φθογγό σημα που δείχνουν την ανάβαση από τους χαμηλότερους φθόγγους προς τους υψηλότερους
νεοελλ.
το ανιόν
ιόν φορτισμένο αρνητικά κατά την ηλεκτρολυτική διάσπαση.