Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανάβαση

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

η (Α ἀνάβασις)
1. ανέβασμα, άνοδος, ανύψωση
2. αναρρίχηση, σκαρφάλωμα, ορειβασία
αρχ.
1. τρόπος αναβάσεως, αναρριχήσεως
2. εκστρατεία από την παραλία στην ενδοχώρα
3. ανύψωση της στάθμης του νερού, πλημμύρα
4. (για δέντρα) το να βγάζουν φύλλα
5. σκαλιά, σκάλα
6. ανηφορικός δρόμος
7. (περιλπτ. στη φρ.) «πᾶσα ἄμβασις (= ἀνάβασις)», όλοι οι ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαίνω.
ΠΑΡ. μσν. ἀναβάσιον νεοελλ. αναβάσιμος].