εξοπλισμός

Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (AM ἐξοπλισμός) εξοπλίζω
1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα
2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ.
3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός του εργαστηρίου», «εξοπλισμός του σκάφους», «εξοπλισμός ξενοδοχείου», «αθλητικός εξοπλισμός» ή «εξοπλισμός του σταδίου, του γυμναστηρίου» κ.λπ., «ἀγροῦ καὶ οἰκίας ἐξοπλισμός»)
νεοελλ.
οι εξοπλισμοί
το σύνολο τών πολεμικών μέσων ενός κράτους.