εξέλκω

Revision as of 20:09, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Greek Monolingual

(AM ἐξέλκω)
σέρνω προς τα έξω («φάσγανον ἐξεῑλκε κολεοῦ», Ευρ.)
νεοελλ.
(για πλοίο) ρυμουλκώ έξω από το λιμάνι
αρχ.
σώζω («Ἑλλάδα ἐξέλκων δουλίας», Πίνδ.).