dub. l. in Epigr.Gr.214.7 (Rhenea): A v. σταλ-.
και δωρ. τ. σταλοῦχος, -ον, Ααυτός που έχει στήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -οῦχος (< ἔχω)].
στηλοῦχος -ον, Dor. στᾱλοῦχος [στήλη, ἔχω] met een gedenksteen.