ἐξαμπρεύω

Revision as of 20:35, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

A haul out, Ar.Lys.289.

German (Pape)

[Seite 867] herauswinden, -schleppen, Ar. Lys. 289.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμπρεύω: ἐξέλκω, ἐξαμπρεύσομεν τοῦτ’ ἄνευ κανθηλίου Ἀριστοφ. Λυσ. 289.

Spanish (DGE)

arrastrar c. ac. ἐξαμπρεύσομεν τοῦτ' ἄνευ κανθηλίου Ar.Lys.289.

Greek Monolingual

ἐξαμπρεύω (Α) έξαμπρον
σέρνω έξω, τραβώ («χὤπως ποτ' ἐξαμπρεύσομεν τοῦτ' ἄνευ κανθηλίου» — και πώς θα το τραβήξουμε αυτό χωρίς υποζύγιο, Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐξαμπρεύω: вытаскивать, выволакивать (τι Arph.).