στραγγούλισμα
Greek Monolingual
στραμπούλιγμα και στραμπούλισμα, και στραγγούλισμα, το, Ν στραμπουλίζω / στραγγουλίζω (II)]
εξάρθρωση μέλους του σώματος με συστροφή.
στραμπούλιγμα και στραμπούλισμα, και στραγγούλισμα, το, Ν στραμπουλίζω / στραγγουλίζω (II)]
εξάρθρωση μέλους του σώματος με συστροφή.