στραμπούλιγμα
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
στραμπούλιγμα και στραμπούλισμα, και στραγγούλισμα, το, Ν στραμπουλίζω / στραγγουλίζω (II)]
εξάρθρωση μέλους του σώματος με συστροφή.